αδιάδοτος

αδιάδοτος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει διαδοθεί, δεν έχει κοινολογηθεί: Η είδηση ήταν εντυπωσιακή και αδιάδοτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδιάδοτος — η, ο (Α ἀδιάδοτος, ον) [διαδίδω] νεοελλ. ο μη διαδεδομένος, αυτός που δεν διαδόθηκε ή δεν μπορεί να διαδοθεί, που δεν κυκλοφόρησε στο ευρύ κοινό αρχ. αυτός που δεν διανεμήθηκε ή δεν μπορεί να διανεμηθεί, ο αδιανέμητος …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԲԱՇԽԵԼԻ — ( ) NBH 1 0120 Chronological Sequence: 8c ա. Որ չէ բաշխելի. ἁδιάδοτος *Անհաղորդելի եւ անբաշխելի. Դիոն. երկն. ՟Թ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”